- φεμικός
- (I)-ή, -ό, ΝΜφρ. «φεμικά δικαστήρια» — μεσαιωνικά δικαστήρια τής Βεστφαλίας, τών οποίων η δικαιοδοσία εκτεινόταν σε ολόκληρο το γερμανικό βασίλειο, αλλ. φέμη.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Femgerichte].————————(II)-ή, -ό, Νφρ. «φεμικά συστατικά»(πετρογρ.) ορυκτολογικά συστατικά που είναι πλούσια σε σίδηρο και μαγνήσιο, όπως είναι λ.χ. ο αιματίτης, ο αυγίτης, η κεροστίλβη, ο μαγνητίτης κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. femic < fe(rro)ma- (gnesian) < ferrum «σίδηρος» + magnesium «μαγνήσιο»].
Dictionary of Greek. 2013.